- γιορτινά
- τα выходное платье, праздничная одежда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγγελοφορώ — ( άω και έω) είμαι ντυμένος σαν άγγελος, φορώ κατάλευκα γιορτινά ρούχα … Dictionary of Greek
ανάλλακτος — και χτος και γος, η, ο (Α ἀνάλλακτος, ον) αυτός που δεν μεταβάλλεται ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, αμετάβλητος, αναλλοίωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν ανταλλάχθηκε ή δεν είναι δυνατόν να ανταλλαχθεί 2. αυτός που δεν αντικαταστάθηκε 3. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
αναλλάζω — 1. αντικαθιστώ τα βρόμικα εσώρουχα με καθαρά ή τα καθημερινά ρούχα με γιορτινά 2. μεταβάλλομαι, αλλάζω … Dictionary of Greek
απαλλάζω — αλλάζω ρούχα, φοράω καθαρά ή γιορτινά … Dictionary of Greek
γιορτινοντυμένος — η ο ο ντυμένος με γιορτινά ενδύματα … Dictionary of Greek
δαντέλα — Λεπτότατο διαφανές πλέγμα από λινή, βαμβακερή, μεταξωτή ή χρυσή κλωστή. Σήμερα κατασκευάζονται δ. και από συνθετικές ίνες, νάιλον κλπ. Η λέξη δ. προέρχεται από το γαλλικό dentelle (με ετυμολογία από τη λέξη dent που σημαίνει δόντι) και… … Dictionary of Greek
επιθυμητικός — ή, ό (AM ἐπιθυμητικός, ή, όν) [επιθυμηση] το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθυμητικόν το μέρος τής ψυχής όπου έχουν την έδρα τους οι επιθυμίες μσν. 1. ποθητός 2. ωραίος, ευχάριστος 3. (για ρούχα) τα καλά, τα γιορτινά 4. πρόθυμος αρχ. αυτός που επιθυμεί… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
κυριακάτικος — η, ο [Κυριακή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κυριακή 2. εορτάσιμος, γιορτινός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κυριακάτικα τα καλά, τα γιορτινά ρούχα. επίρρ... κυριακάτικα 1. κατά την ημέρα τής Κυριακής («κυριακάτικα κάθησα και δούλεψα») 2.… … Dictionary of Greek
λαμπροφορώ — (AM λαμπροφορῶ, έω) [λαμπροφόρος] νεοελλ. μσν. φορώ λαμπρά, γιορτινά ενδύματα μσν. διακοσμώ με πολυτέλεια αρχ. 1. φορώ λευκά ρούχα 2. λάμπω («τοσοῡτον... λαμπροφορεῑ ἡ τῶν ἀγγέλων οὐσία», Αθαν.) … Dictionary of Greek
λαμπροφόρος — α, ο (Μ λαμπροφόρος, ον) 1. αυτός που φορά λαμπρά, γιορτινά ενδύματα, λαμπροφορεμένος 2. αυτός που αναδίδει μεγαλοπρέπεια («κατὰ τὴν λαμπροφόρον ἀνάστασιν», Θεοφάν.) νεοελλ. αυτός που προκαλεί μεγάλη χαρά, πολύ χαρμόσυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + … Dictionary of Greek